albur

  • 131Δάνδολος — Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου της οικογένειας των Βενετών ευγενών Νταντόλο (Dandolo), που πρωτοαναφέρεται τον 10o αι. Η ιστορία της συνδέεται στενά με την ακμή της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, κυρίως μεταξύ του 12ου και του 14ου αι. Από τα… …

    Dictionary of Greek

  • 132carambola — sustantivo femenino coloquial suerte, chiripa (coloquial), chamba (coloquial), potra (coloquial), chorra (malsonante). * * * Sinónimos: ■ casualidad, albur, azar …

    Diccionario de sinónimos y antónimos